- ἀγωνιστῇ
- ἀγωνιστήςcombatantmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μίλτον, Τζον — (John Milton, Λονδίνο 1608 – 1674). Άγγλος ποιητής. Φοίτησε στο Christ’s College του Κέιμπριτζ, από όπου έλαβε το πτυχίο του το 1629 και τρία χρόνια αργότερα ολοκλήρωσε και τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Αποσύρθηκε στη συνέχεια στο εξοχικό σπίτι… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
Νικηταράς — (Μεγάλη Αναστασίτσα, Αρκαδία 1780 – Πειραιάς 1849). Ψευδώνυμο του αγωνιστή της Επανάστασης του 1821, Νικήτα Σταματελόπουλου. Ανιψιός τού Κολοκοτρώνη, ακολούθησε παιδί ακόμα τους αγωνιστές στα βουνά της Πελοποννήσου, μετά την εκτέλεση του πατέρα… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
προσεπικαλώ — έω, ΝΑ 1. εγκαλώ κατηγορώ κάποιον για κάτι ακόμη, εκτός από εκείνα για τα οποία ήδη τόν έχω μηνύσει («πολλὴν μέθην προσεπικαλέσονται», Νικηφ.) 2. μέσ. προσεπικαλοῡμαι, έομαι (κυρίως σχετικά με αντιδίκους σε δικαστήριο) επικαλούμαι επί πλέον… … Dictionary of Greek
υφηνίοχος — ὁ, Α [ἡνίοχος] 1. αρματηλάτης, υπηρέτης αγωνιστή αρματηλασίας 2. βοηθός ηνιόχου 3. (κατά τον Φώτ.) ο ηνίοχος … Dictionary of Greek
αγωνιστές — Έτσι ονομάζονται όσοι πρόθυμα και δίχως προσωπικό συμφέρον υποβάλλονται σε κόπους και θυσίες –υλικές και ηθικές– για το κοινό καλό. Στην Ελλάδα, με τη λέξη αυτή εννοούνται όσοι πολέμησαν για την εθνική ανεξαρτησία, την ελευθερία και τη δημοκρατία … Dictionary of Greek
Αθανασακόπουλος, Διονύσιος — Αγωνιστής του 1821 από τη Γαστούνη. Πολέμησε υπό τις διαταγές του οπλαρχηγού Μ. Σισίνη. Στο Χλεμούτσι πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με τους συμπολεμιστές του και στάλθηκε στην Αίγυπτο. Εκεί, για άγνωστους λόγους, έχασε τελείως την όρασή του. Αργότερα… … Dictionary of Greek